διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: πλωτίς | Medium diacritics: πλωτίς | Low diacritics: πλωτίς | Capitals: ΠΛΩΤΙΣ |
Transliteration A: plōtís | Transliteration B: plōtis | Transliteration C: plotis | Beta Code: plwti/s |
-ίδος, ἡ, perhaps life-belt or float, Demetr. in Cat.Cod.Astr.8(3).98 (pl.).
-ίδος, ἡ, Α
1. ζώνη ασφαλείας για κολυμβητές, σωσίβιο
2. σχεδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα -τίς (πρβλ. στεφανωτίς)].