σανίδα

From LSJ
Revision as of 08:27, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

η / σανίς, -ίδος, ΝΜΑ
μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα
νεοελλ.
1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος
2. φρ. α) «σανίδα σωτηρίας» — έσχατο μέσο σωτηρίας ή αντιμετώπισης μιας δύσκολης κατάστασης
β) «του χρειάζεται βρεγμένη σανίδα» — η συμπεριφορά του και οι ενέργειές του είναι τόσο άσχημες ώστε απαιτείται να υποστεί ξυλοδαρμό για να συνετιστεί
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ σανίδες
ξύλινες πινακίδες για γράψιμο
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) καθετί που είναι κατασκευασμένο από σανίδες, όπως: α) θύρα («κολλητὰς σανίδας» — πτυσσόμενες πόρτες, Ομ. Ιλ.)
β) ξύλινο ικρίωμα ή εξέδρα
γ) ξύλινο πάτωμα και, ιδίως, κατάστρωμα πλοίου
δ) εδώλιο, θρανίο
ε) κάλυμμα
στ) ξύλο στο οποίο δένονταν ή καρφώνονταν σαν σε σταυρό οι κατάδικοι («σανίδα προσπασσαλεύσαντες ἀνεκρέμασαν», Ηρόδ.)
ζ) στον πληθ.
i) ξύλινες πινακίδες καλυμμένες με γύψο στις οποίες γράφονταν κάθε είδους δημόσιες ανακοινώσεις, όπως νόμοι που επρόκειτο να προταθούν για ψήφιση, νόμοι που διορθώθηκαν από τους θεσμοσθέτες, κατάλογοι αρχόντων, λογαριασμοί διαχείρισης, ονόματα οφειλετών, υποθέσεις που επρόκειτο να εκδικαστούν στο δικαστήριο, καθώς και οι αποφάσεις τών δικαστηρίων ii) ζωγραφικοί πίνακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. δοκίς, σελίς)].