συγκαταμίγνυμι

From LSJ
Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

German (Pape)

[Seite 965] (s. μίγνυμι), mit hinein- od. hinzumischen, verbinden; τὰς Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, Eur. Herc. Für. 674: εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, Plat. Polit. 288 e; – übertr., empfänglich machen für Etwas, τινί, Xen. Hier. 6, 2, μέχρι τοῦ ᾠδαῖς τε καὶ θαλίαις καὶ χοροῖς τὲν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, poetische Verbindung.

French (Bailly abrégé)

mêler avec, mélanger, unir ; Pass. fig. être absorbé par, plongé dans, τινι.
Étymologie: σύν, καταμίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταμίγνῡμι: и συγκαταμιγνύω (fut. συγκαταμίξω) смешивать, соединять, сочетать (τὰς Χάριτας Μούσαις Eur.): συγκαταμιγνύναι εἴς τι Plat. или τινί Arst. смешиваться с чем-л.; ᾠδαῖς τὴν ψυχὴν συγκαταμιγνύναι Xen. отдаться всей душой песням.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταμίγνῡμι: καὶ -ύω, μέλλ. -μίξω, καταμιγνύω ὁμοῦ, συνενώνω, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 674, πρβλ. Στράβ. 570. ― Παθ., ᾠδαῖς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, ἡ ψυχή του εἶναι ὅλη δεδομένη εἰς..., Ξεν. Ἱέρ. 6, 2· ὅσα εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, συνενούμενα, Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· τῷ ὑγρῷ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.

Greek Monotonic

συγκαταμίγνῡμι: και -ύω, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω με, ανακατεύω, κάνω χαρμάνι με, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με κάτι, σε Ξεν.

Middle Liddell

and -ύω fut. -μίξω
to mix in with, mingle, blend with, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς Eur.:—Pass. to be absorbed in a thing, Xen.