ὁμαδέω

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

make a noise or din, of a number of people all speaking at once. in Od. always of the suitors, 1.365, al. (never in Il.), cf. A.R.2.638, etc.

German (Pape)

[Seite 328] lärmen, tosen, bes. von dem verworrenen Durcheinanderreden einer großen Menschenmenge, z. B. von dem Lärm, den die Freier machen, μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα, Od. 1, 365 u. öfter; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 638, Schol. ὁμοῦ ἀναφωνεῖν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se rassembler à grand bruit, être dans une réunion tumultueuse.
Étymologie: ὅμαδος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμᾰδέω: галдеть, шуметь Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαδέω: κάμνω θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων, ἀπάν- των ὁμοῦ λαλούντων, ἐν τῇ Ὀδ. ἀεὶ ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστῆρες δ’ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα, Α. 365, Δ 768, κτλ.· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀκολούθως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 638, κτλ.

English (Autenrieth)

(ὅμαδος): only aor. ὁμάδησαν, they raised a din. (Od.)

Greek Monotonic

ὁμᾰδέω: μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο ή προκαλώ ταραχή, λέγεται για πλήθος ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὁμᾰδέω, fut. -ήσω
to make a noise or din, of a number of people speaking at once, Od. [from ὅμᾰδος]