ἀπορριπτέω
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
later for ἀπορρίπτω.
Spanish (DGE)
tirar, echar καρπόν X.HG 5.4.42, (τὰ σημεῖα) Plu.Caes.39, cf. Hierocl.Facet.80
•fig. en v. pas. πρὸς τοὐ[ν] αντίον κακόν Phld.Vit.12.8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf;
c. ἀπορρίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορριπτέω: Xen., Plut. = ἀπορριπτω.