πόδαυρος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
πόδαυρον, (αὔρα) = ποδήνεμος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 642] windfüßig, schnell wie der Wind, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πόδαυρος: -ον, (αὔρα) «ποδαύρου· ἐρρωμένου τοὺς πόδας» Ἡσύχ., πρβλ. ποδήνεμος, τοῖς ποσὶ ταχύς, ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 260.
Greek Monolingual
ὁ, Α
δυνατός, γρήγορος στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αὔρα (πρβλ. ἐναυρος)].