ἡλιόκαυστος
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
Dor. ἁλιόκαυστος (sunburnt), ον, (καίω) = ἡλιοκαής, Theoc.10.27, Dsc.2.2.
German (Pape)
[Seite 1162] = ἡλιοκαής, Theocr. 10, 27, in dor. Form ἁλιοκ., u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιόκαυστος: дор. ἁλιόκαυστος 2 (ᾱλ) Theocr. = ἡλιοκαής.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιόκαυστος: -ον, (καίω) = ἡλιοκαής, Θεόκρ. 10. 27.
Greek Monotonic
ἡλιόκαυστος: -ον (καίω), = ἡλιοκαής, ηλιοκαμένος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἡλιό-καυστος, ον καίω
sun-burnt, Theocr.
Translations
sunburnt
Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng