παραγυμνόω

Revision as of 12:05, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A lay bare at the side, expose, τι τῆς πλευρᾶς Arr. Tact.40.5, cf. D.C.49.6 (Pass.).
2 metaph., lay bare, disclose, τὸν πάντα λόγον Hdt.1.126, cf. 8.19, 9.44; τὸ βούλευμα Conon 50:—Pass., παρεγυμνώθη διότι… Plb.1.80.9.

German (Pape)

[Seite 475] daneben oder an der Seite entblößen, Sp., wie D. Cass. 49, 6. – Gew. übertr., offenbar machen, erklären; λόγον, Her. 1, 126. 8, 19; ἔπος 9, 44; ἐπεὶ παρεγυμνώθη, διότι τὴν τιμωρίαν παραιτοῦνται, Pol. 1, 80, 9; Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dévoiler, révéler, acc..
Étymologie: παρά, γυμνόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραγυμνόω [παράγυμνος] ontbloten; overdr. openbaren:. παρεγύμνου τὸν πάντα λογον hij onthulde het hele verhaal Hdt. 1.126.4.

Russian (Dvoretsky)

παραγυμνόω: обнажать, перен. раскрывать, разъяснять (τὸν πάντα λόγον Her.): ἐπεὶ παρεγυμνώθη Polyb. когда выяснилось.

Greek (Liddell-Scott)

παραγυμνόω: σχεδὸν γυμνώνω, ἐκθέτω, Δίων Κ. 49. 6. 2) μεταφορ., ἀπογυμνῶ, ἀποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. 8. 19., 9. 44· τὴν ἀλήθειαν Κλήμ. Ἀλ. 63· παρεγυμνώθη διότι …, Πολύβ. 1. 80, 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραγυμνῶσαι· φανεροποιῆσαι».

Greek Monotonic

παραγυμνόω: μέλ. -ώσω, ξαπλώνω γυμνός δίπλα από κάτι· μεταφ., απογυμνώνω, αποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to lay bare at the side: metaph. to lay bare, disclose, τὸν πάντα λόγον Hdt.