κυλλαίνω

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλαίνω Medium diacritics: κυλλαίνω Low diacritics: κυλλαίνω Capitals: ΚΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: kyllaínō Transliteration B: kyllainō Transliteration C: kyllaino Beta Code: kullai/nw

English (LSJ)

A = κυλλόω, ὦτα κ. κάτω let them hang down, prob. in S.Fr.687.
II intr., halt, limp, metaph., κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58 H.

German (Pape)

krümmen; Soph. frg. 619; auch Hippocr. nach Emend.

Russian (Dvoretsky)

κυλλαίνω: искривлять, отгибать: κ. ὦτα - v.l. νῶτα - κάτω Soph. опускать вниз уши (о ласкающейся собаке).

Greek (Liddell-Scott)

κυλλαίνω: κυλλόω, κ. ὦτα κάτω, κρεμῶ αὐτὰ κάτω, Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.

Greek Monolingual

κυλλαίνω (AM) κυλλός
καθιστώ κάποιον κουλό ή κουτσό, κουλαίνω, κουτσαίνω κάποιον
αρχ.
μτφ. χωλαίνω, ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό νους», Φίλ.).