κνηκοειδής

From LSJ
Revision as of 09:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκοειδής Medium diacritics: κνηκοειδής Low diacritics: κνηκοειδής Capitals: ΚΝΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: knēkoeidḗs Transliteration B: knēkoeidēs Transliteration C: knikoeidis Beta Code: knhkoeidh/s

English (LSJ)

κνηκοειδές, like κνῆκος, Hsch.s.v. κνηκίς.

German (Pape)

[Seite 1460] ές, safflorähnlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κνῆκον, Ἡσύχ. ἐν λ. κνηκίς.

Greek Monolingual

κνηκοειδής, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -ειδής (< εἶδος)].