διερείδομαι

From LSJ
Revision as of 21:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

(AM διερείδομαι) ερείδω
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.

Greek Monotonic

διερείδομαι: μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -είσομαι
Mid. to lean upon, τινι Eur.