διαπιστέω
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
English (LSJ)
distrust utterly, τινί D.19.324, Arist.Pol.1314a17: abs., disbelieve, PSI4.377.9 (iii B.C.), Aps.Rh.p.287 H.:—Med., mistrust oneself, Plb.18.46.7.
Spanish (DGE)
1 intr. desconfiar c. dat. εἴ τις ἐμοὶ διαπιστεῖ D.19.324, ἀλλήλοις Arist.Pol.1314a17, τοῖς περὶ τὸν Εὐμένη Plb.30.30.5, τῇ τύχῃ Plb.1.35.2, τοῖς λεγομένοις Plb.3.52.6, 4.8.12, cf. Chrys.M.59.142, ἀνθρώποις Plu.2.1123d, cf. 938c, abs., Plb.1.78.5, PSI 377.9 (III a.C.), Aps.p.287, tb. en v. med. τὸ πολὺ μέρος τῶν ἀνθρώπων διαπιστούμενον Plb.18.46.7.
2 tr. no creer τοῦτο Arist.Diu.Som.462b20 (cód.), c. or. complet. διαπιστοῦντες, εἴ τις ἄνθρωπος ... δύναται Ph.2.387
•en v. pas. ser increíble προστιθέασι γὰρ τῷ διαπιστουμένῳ πολλῷ παραδοξότερα pues añaden cosas demasiado sorprendentes a lo que ya es muy increíble D.S.3.36, ἡ ἀνάστασις ἂν διηπιστήθη Chrys.M.57.458.
German (Pape)
[Seite 595] durchaus mißtrauen, ἀλλήλοις, Arist. Polit. 5, 11; Pol. 4, 8, 12 u. öfter; auch med., sich mißtrauen, nicht trauen, 18, 29, 7. – Bei Dem. 80, 25 steht seit Bekk. ἀπιστέω.
French (Bailly abrégé)
διαπιστῶ :
n'ajouter aucune foi à, τινι;
Moy. διαπιστέομαι, διαπιστοῦμαι se défier de soi-même.
Étymologie: διά, ἀπιστέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-απιστέω [διά, ἀπιστέω] wantrouwen.
Russian (Dvoretsky)
διαπιστέω: не доверять (τινι Dem., Arst., Polyb.); med. не доверять самому себе, не верить своим ушам Polyb.
Greek Monotonic
διαπιστέω: μέλ. —ήσω, δυσπιστώ εντελώς, τινι, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπιστέω: ἐντελῶς δυσπιστῶ, τινι Δημ. 445. 11, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 15. ― Μέσ., δὲν ἐμπιστεύομαι ἐμαυτόν, δυσπιστῶ ἐμαυτῷ, Πολύβ. 18. 29, 7.