ἀκατανόητος

From LSJ
Revision as of 08:40, 28 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανόητος Medium diacritics: ἀκατανόητος Low diacritics: ακατανόητος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: akatanóētos Transliteration B: akatanoētos Transliteration C: akatanoitos Beta Code: a)katano/htos

English (LSJ)

ἀκατανόητον, inconceivable, Ps.-Luc.Philopatr.13, Hsch. s.v. δύσληπτα, Glossaria on ἀθέσφατος, Sch. Opp.H.4.520. Adv. ἀκατανοήτως Suid. s.v. Νουμᾶς.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desconocido Clem.Al.Strom.5.1.6.
2 inconcebible φῶς ἄφθιτον, ἀόρατον, ἀκατανόητον Luc.Philopatr.13, cf. Sch.Opp.H.4.520, Gr.Nyss.Or.Catech.43.5.
3 difícil de comprender Hsch.s.u. δύσληπτα.
II adv. ἀκατανοήτως = incomprensiblemente Ath.Al.M.28.785B, Sud.s.u. Νουμᾶς.

German (Pape)

[Seite 69] unbegreiflich, Luc. Philop. 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατανόητος: непонятный, непостижимый (φῶς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατανόητος: -ον, = ἀκατάληπτος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 13 καὶ Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανόητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός
νεοελλ.
ο περίεργος, ο ανεξήγητος
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατανοῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία].