φιλοργής
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
φιλοργές, passionate, Nic.Al.175.
German (Pape)
[Seite 1284] ές, od. φιλοργός, gern, bald zürnend, leicht in Leidenschaft gerathend, Nic. Al. 175.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοργής: -ές, ὁ ταχέως ὀργιζόμενος, Νικ. Ἀλεξιφ. 175.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) ευέξαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -οργής (< οργή), πρβλ. περιοργής].