ἀπόχυσις

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόχῠσις Medium diacritics: ἀπόχυσις Low diacritics: απόχυσις Capitals: ΑΠΟΧΥΣΙΣ
Transliteration A: apóchysis Transliteration B: apochysis Transliteration C: apochysis Beta Code: a)po/xusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀποχέω) pouring out or forth, ἀκτίνων ἢ χρωμάτων S.E.P.3.51, cf. Gal.UP6.2,al.; of corn, coming into ear, ἐκβιάζεσθαι τὴν ἀ. Thphr. HP 8.10.4: generally, inflorescence, ἡ καλαμώδης ἀ. φόβη ib.8.3.4.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 efusión, irradiación ἀκτίνων ἢ χρωμάτων S.E.P.3.51
τῆς σελήνης ἀ. plenilunio Ath.Al.M.26.1328A
evacuación, expulsión τοῦ ζέοντος Gal.3.412.
2 brote, acción de brotar del trigo, Thphr.HP 8.10.4
inflorescencia ἡ καλαμώδης ἀπόχυσις φόβη Thphr.HP 8.3.4.
3 canal de desagüe, SB 7379.37 (II d.C.), PLugd.Bat.13.11.17 (II d.C.), BGU 2354.2 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 336] ἡ, das Ausgießen; – vom Getreide, das Aufschießen in Aehren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχῠσις: -εως, ἡ, (ἀποχέω) ἔκχυσις, ἔκλαμψις, ἀκτίνων Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 3. 51: - ἐπὶ φυομένου σίτου ἢ κριθῆς, ἡ ἐμφάνισις τοῦ στάχυος, ὅταν δηλ. ἀνοίγῃ ἡ κάλυξ καὶ ἀναφαίνηται ὁ στάχυς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 10, 4. ΙΙ. αὐτὴ ἡ κάλυξ τοῦ στάχυος, ὁ αὐτ. 8. 3, 4.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόχῠσις: εως ἡ досл. разлитие, перен. рассеяние, распространение (ἀκτίνων Sext.).