κλείω

From LSJ
Revision as of 10:51, 7 January 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλείω Medium diacritics: κλείω Low diacritics: κλείω Capitals: ΚΛΕΙΩ
Transliteration A: kleíō Transliteration B: kleiō Transliteration C: kleio Beta Code: klei/w

English (LSJ)

(A), fut.

   A κλείσω X.An.4.3.20 (ἀπο-), Him.Or.22.7; rare fut. κατα-κλιῶ, v. κατακλείω: aor. ἔκλεισα X.An.7.1.36, Pl.Ep.348b: pf. κέκλεικα Thphr.Char.18.4, LXX 1 Ki.23.20, Luc.Tox.30: plpf. ἐκεκλείκειν App.Hann.47:*mdash;Med., aor. 1 ἐκλεισάμην (κατ-) X.Cyr. 7.2.5, (ἐγ-) Id.HG6.5.9:—Pass., fut. κλεισθήσομαι (συγ-) ib.5.2.19: aor. ἐκλείσθην D.23.110, etc.: pf. κέκλειμαι (later κέκλεισμαι f.l. in Ar.V.198) (v. infr.):—Ion. κληΐω (ἀπο-) Hdt.4.7: aor. ἐκλήῑσα Od. 24.166, (ἐξ-) Hdt.1.144, Ep. κλήῑσα Od.19.30; inf. κληῗσαι 21.382:— Med., fut.κληΐσσομαι cj. in Nonn.D.2.310:—Pass., aor. ἀπ-εκληΐσθην Hdt.1.165, 3.55, 58: pf. κεκλήϊμαι 2.121.β, cf. 3.117, 7.129 (with vv.ll.): plpf. ἀπ-εκεκλέατο 9.50 codd.:—old Att. κλῄω (also Trag., cf. An.Ox.1.226), fut. κλῄσω Th.4.8: aor. ἔκλῃσα E.Or.1447 (lyr.), Th.2.4, Pl.R.560c: pf. κέκλῃκα (ἀπο-) Ar.Av.1262:—Med., fut. κεκλῄσομαι Id.Lys.1071: aor. περι-κλῄσασθαι Th.7.52:—Pass., aor. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) Id.1.117, 4.67, etc.: pf. κέκλῃμαι (v. infr.):— Dor. fut. κλᾳξῶ Theoc.6.32: aor. ἀπό-κλᾳξον, -κλᾴξας, Id.15.43, 77, ἔκλᾳξε Cerc.7.2, cf. κλάκαι (leg. κλᾷσαι) · κλεῖσαι, Hsch.:—Med., impf. κατ-εκλᾴζετο Theoc.18.5:—Pass., aor. κατ-εκλᾴσθην Id.7.84, but part. συγκατα-κλαιχθείς Chron.Lind.D.62: pf. 3pl. κατα-κέκλᾱνται Epich.141.—Cf. κλῄζω (B). (κλείς):—shut, close, bar, Hom. (only in Od.), κλήϊσεν δὲ θύρας barred the doors, 21.387; ἐκλήϊσεν ὀχῆας shot the bars, so as to close the dooe door, 24.166; κλῄειν πύλας E. HF997, Pl.R.l.c., etc.; κ. πηκτὰ δωμάτων Ar.Ach.479; κλεῖδες... αἷς τὰς θύρας κλείουσιν Aristopho 7; Ἐτεοκλέους . . κλῄσας στόμα E. Ph.865; κανθώς Cerc.l.c.; λάρυγγα Gal.6.65:—Pass., βλέφαρα κέκλῃται S.Fr.711; ψυχῆς ἀνοῖξαι τὴν κεκλῃμένην πύλην Id.Fr.393; κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας οὐ κιγκλίσιν... ἀλλὰ . . ὀφλήμασι D.25.28.    2 shut up, close, block up, Βόσπορον κλῇσαι A.Pers.723 (troch.); κλῄσειν ταῖς ναυσὶν τοὺς ἔσπλους Th.4.8:—Pass., Hdt.2.121.β; τὰ ἐμπόρια κεκλῇσθαι Lys.22.14; κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων D.2.16.    II shut in, enclose, πόλιν . . πύργων μηχανῇ κεκλῃμένην A.Supp.956; cf. κλῄζω (B).    III confine, πλάστιγξ αὐχένα πώλων ἔκλῃε E.Rh.304:— Pass., to be confined, χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Id.Andr.502 (lyr.): metaph., ὅρκοις κεκλῄμεθα Id.Hel.977.    2 deliver bound, τινὰ εἰς τὰς τοῦ βασιλέως χεῖρας LXX 1 Ki.23.20.
κλείω (B), Ep. for κλέω (A),

   A celebrate (q.v.).
κλείω (C), Ep. for κλέω (B), καλέω,

   A call (q.v.).