καρτερόψυχος
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
German (Pape)
[Seite 1331] von starker Seele, muthig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρτερόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων κρατεράν, ἰσχυρὰν ψυχήν, ἀνδρεῖος, Ἰω. Χρυσ. τ. 7. 532, 24.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καρτερόψυχος, -ον)
αυτός που έχει γενναία ψυχή, ο γενναιόψυχος, ο ανδρείος.
επίρρ...
καρτεροψύχως
με γενναιοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιόψυχος, σκληρόψυχος].