φροντίζω
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
fut. Att. ιῶ E.Tr.1234, Ar.Nu.125, X.Mem.2.1.24, etc.: aor.
A ἐφρόντισα A.Pers.245 (troch.), etc.: pf. πεφρόντικα E.Alc.773, Eup.352, Ar.Ec.263, etc.:—Med., fut. φροντιοῦμαι, E.IT343 (s.v.l.):— Pass., v. infr. IV: (φροντίς): I abs., consider, reflect, take thought, φροντίζων εὑρίσκω Hdt.5.24, cf. A.Pr.1034, Supp.418 (lyr.), Ar.Nu.75, al.; ζητεῖν καὶ φ. καὶ βουλεύεσθαι Isoc.9.41; give heed, pay attention, Pl.R.558a. 2 to be thoughtful or anxious, πεφροντικὸς βλέπεις you look careworn, E.Alc.773; τίς δ' ἔστιν ὁ . . φροντίζων; Phryn. Com.21; τὸ πεφροντικός, as Subst., care, thought, Plu.2.983b. II with an object, 1 c. acc. rei, consider, ponder, ἔχθος ἐμόν Thgn.1247; Σωκράτης . . -ίζων τι ἕστηκε Pl.Smp.220c; δεινά . . τοῖς τεκοῦσι φροντίσαι A.Pers.245 (troch.); [ὀνείρατα] Hdt.7.16.β; devise, μηχανήν Id.5.67; τοῦτο φ. ὅκως μὴ λείψομαι Id.7.8.ά (nisi leg. τοῦτον) ; ἐκεῖνο δ' οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ . . μνημονεύσομεν Ar.Ec.263; also directly folld. by a relat. clause, φ. ἥντιν' [ὁδὸν] ἴω προτέρην Thgn.912; φ. πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει Hdt.8.100; ἐφρόντισ' ᾗ διέφθαρται βίος E. Hipp.376; φ. ὅ τι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν D.39.2, cf. X.Mem.3.7.6; φ. τί ποτε τοῦτ' ἔστι Id.Cyr.3.3.32; take thought that... see to it that, ὅπως . . Pl.Ap.29e, X.An.2.6.8, PHib.1.82.10 (iii B. C.); later ἵνα . . ib.43.7 (iii B. C.), Plb.2.8.8; ὡς . . PTeb.10.6, al. (ii B. C.): c. inf., Ep.Tit.3.8, BGU8 ii 4 (iii A. D.), etc.: folld. by μή with subj., φ. μὴ ἄριστον ᾖ Hdt.1.155, cf. X.Mem.4.2.39, cf. infr. 111; οὐδὲν φ. εἰ . . Pl.Grg.503a; φ. εἴτε... εἴτε . . Id.R.344e: c. inf., Plu.Fab.12: c. part., φροντίζεθ' ὡς μαχούμενοι S.El.1370. 2 c. gen., take thought for, give heed to a thing, regard it, mostly with a neg. expressed or implied, σοὶ δ' ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο φροντίσδην Sapph. 41 (s.v.l.); Περσέων οὐδὲν φ. Hdt.3.97, cf. 100, 151, 4.167; γῆ αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδέν Id.4.198; Πενθέως οὐ φροντίσας E.Ba.637 (troch.); μηδὲν ὅρκου φροντίσῃς Ar.Lys.915; τῶν οἰκετῶν . . μηδὲν φ. Lys.7.17; μησενὸς ἄλλου φ., πλὴν ὅπως . . Isoc.15.305; οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι Pl.R.563d; τὸ παράπαν θεῶν μὴ φ. Id.Lg.701c; conversely, τοὺς θεοὺς φ. οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων ib.888c, cf. Men.Epit.552: so with Advbs. implying a neg., σμικρὰ φ. ὄχλου E.Or.801 (troch.); ὀλίγον φ. δεσποτῶν Id.Cyc.163; σμικρὸν φ. Σωκράτους Pl.Phd.91c; also without neg., οὗπερ δεῖ μάλιστα φ. E.Heracl.242; τοῦ μὲν ὀνόματος φ., τοῦ δὲ πράγματος ἀμελεῖν And.4.27; σφόδρα σοῦ φ. X.Mem.3.11.10; εἰ σοφὸς ἀνὴρ ταφῆς φροντιεῖ Demetr.Lac.Herc.1012.26; later, to be steward or bailiff, τῶν ὑπαρχόντων τινός BGU300.4 (ii A. D.): so with Preps., φ. περί τινος to be concerned or anxious about, σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36, cf. X.Mem.1.1.12, E.Hipp.709; ὑπέρ τινος Pl.Euthphr.4d; ὑπὲρ σωτηρίας D.1.2; less freq. in this sense c. acc. only, [Σωκράτης] τἄλλα μὲν πεφρόντικεν Eup.352; ἄλλο οὐδὲν φροντίζειν Pl.Grg.501e; ἀλλ' οὐ τὰ βίου . . δεῖ φροντίσαι Men.330; ἡ δ' ἐφρόντισ' οὐδὲ ἕν Cratin. 302 (troch.). b later, see to, provide for, furnish, σιτάριον, χρήσιμα, ZUP73.5, 69.2 (both ii B. C.); τὰ ἐπιβάλλοντα τῇ ἑορτῇ BGU845.18 (ii A. D.); μηδὲν φροντίσας Pherecr.80. c c. acc. et part., οὐ φροντίζει σκληρῶς σε καθήμενον Ar.Eq.783 (anap.). 3 the object is freq. unexpressed, ἐφρόντιζε ἱστορέων, i. e. inquired carefully, Hdt.1.56; οἲ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε who though ye do mischief to your friends reck not of it, E.Hec.256; μὴ φροντίσῃς heed it not Ar.V. 228; οὐ, μὰ Δἴ, οὐδ' ἐφρόντισα Id.Ra.493, cf. 650, Pl.215,704; c. part., τοιαῦτα . . γιγνόμενα . . ὁρῶντες οὐδὲν φροντίζετε And.4.23. III Med. in signf. 11.1, φροντιζόμενον μή . . X.Hier.7.10: c. acc., E.IT343 (s. v. l.). IV later in Pass., to be an object of thought or care, πεφροντισμένος carefully thought out; λόγος D.S.15.78, 16.32; λόγοι πεφρ. εὖ Philostr.VS1.11; τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Ael.NA7.9; of a ward, ἡ-ομένη ὑπ' ἐμοῦ θυγατριδῆ BGU300.16 (ii A. D.).