παραδόχιμος
From LSJ
English (LSJ)
παραδόχιμον, hereditary, ἱερεῖς PTeb.298.10 (ii A. D.), etc.
Greek Monolingual
-ον, Α
κληρονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραδοχή + κατάλ. -ιμος (πρβλ. εμβόλιμος)].
Full diacritics: παραδόχιμος | Medium diacritics: παραδόχιμος | Low diacritics: παραδόχιμος | Capitals: ΠΑΡΑΔΟΧΙΜΟΣ |
Transliteration A: paradóchimos | Transliteration B: paradochimos | Transliteration C: paradochimos | Beta Code: parado/ximos |
παραδόχιμον, hereditary, ἱερεῖς PTeb.298.10 (ii A. D.), etc.
-ον, Α
κληρονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραδοχή + κατάλ. -ιμος (πρβλ. εμβόλιμος)].