ἀρχεδίκης

From LSJ
Revision as of 18:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, Besitzer von Anfang an, rechtmäßiger Besitzer, Pind. P. 4, 110.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχεδίκης: ου ὁ исконный, т. е. законный владелец Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχεδίκης: [ῐ], -ου, ὁ, ὁ ἀπ’ ἀρχῆς ἰδιοκτήτης, ὁ νόμιμος κτήτωρ, ἁμετέρων ἀποσυλᾰσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων Πινδ. Π. 4. 196.

Greek Monolingual

ἀρχεδίκης, ο (Α)
ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)].