σανδαρακίζω
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
v.l. σανδᾰραχίζω, to be bright red, Dsc.5.104.
German (Pape)
[Seite 861] sandarachroth, hellroth sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνδᾰρακίζω: ἢ -χίζω, ἔχω χρῶμα λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α σανδαράκη
έχω λαμπερό ερυθρό χρώμα.