ξενώνας

From LSJ
Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ξενών, -ῶνος, Α και ξενεών)
ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων
μσν.
πτωχοκομείο ή νοσοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κατάλ. -ών / -ώνας (πρβλ. αμπελώνας, περιστερώνας)].