ξόβεργα

From LSJ
Revision as of 08:11, 5 October 2024 by lsj>Spiros

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

Greek Monolingual

ξόβεργα και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το
1. βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη ουσία, που χρησιμοποιείται ως μικρή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. φρ. «πιάστηκε στο ξόβεργο» — λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξόβεργα < ἰξός «είδος φυτού» + βέργα, με σίγηση του αρκτ. άτονου ι-].