σαπούνι

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ
στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. του αρχ. σάπων με τροπή του -ω- σε -ου (πρβλ. πουλάρι: πῶλος). Κατ' άλλη άποψη < ιταλ. sapone].