περίοπτος

Revision as of 07:35, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

English (LSJ)

περίοπτον,
A to be seen all round, in a commanding position, ὄρος Str.8.6.21; τόπος Plu.Arat.53, etc.; of a person, π. ἐπιστὰς τοῖς σώμασι J.BJ2.18.4; ἐκ περιόπτου D.H.Comp.23.
b Subst. περίοπτα, τά, belvederes, Plu.Luc.39.
2 conspicuous, Isoc. ap. Poll.2.58, etc.; βίος D.S.14.1; κάλλεα AP5.26 (Rufin.), etc.; ἔργα Plu.Caes.16. Adv. περιόπτως = gloriously, Id.Sull.21, etc.

German (Pape)

[Seite 585] zu umschauen, zu übersehen, ringsher sichtbar, Plut. Arat. 53; ἐκ περιόπτου, von einem freien u. hochgelegenen Orte aus, D. Hal. – Daher = von allen Seiten gesehen, bewundert, κάλλος Ruf. 37 (V, 27), u. öfter in der Anth., wie Plut. Caes. 16; auch adv., Sull. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu'on voit de tous les côtés;
2 fig. remarquable.
Étymologie: περιοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίοπτος -ον περιοράω goed zichtbaar:; τόπος περίοπτος = een goed zichtbare plaats Plut. Arat. 53.4; van pers. de aandacht trekkend; Plut. Pyrrh. 16.11; adv. περιόπτως = op glorieuze wijze.

Russian (Dvoretsky)

περίοπτος:
1 видимый отовсюду (τόπος Plut.);
2 замечательный, удивительный (βίος Diod.; ἔργα Plut.; κάλλος Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο / περίοπτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που φαίνεται απ' όλες τις πλευρές, ο ορατός από παντού (α. «περίοπτη θέση» β. «περίοπτο γλυπτό»)
2. περίβλεπτος, αξιοθαύμαστος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίοπτα
οι τόποι που έχουν θέα, τα υψηλά.
επίρρ...
περιόπτως Α
ένδοξα, αξιοθαύμαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀπτός, ρηματ. επίθ. του ὁρῶ (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

περίοπτος: -ον (ὄψομαι),·
1. αυτός που φαίνεται, είναι ορατός από παντού, που βρίσκεται σε στρατηγική θέση, σε Πλούτ.
2. διαπρεπής, θαυμαστός, στον ίδ.· επίρρ. περιόπτως, με λαμπρότητα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περίοπτος: -ον, ὁ πανταχόθεν ὁρώμενος, ἐξέχων, ὑψηλός, τόπος Πλουτ. Ἄρατ. 53, Λούκουλλ. 39, κτλ.· ἐκ περιόπτου Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23. 2) ὡς τὸ περίβλεπτος, διαπρέπων, θαυμαστός, βίος Διόδ. 14. 1· κάλλος Ἀνθ. Π. 5. 27, κτλ., · ἔργα Πλουτ. Καῖσ. 16· Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 554· - Ἐπίρρ., περιόπτως, ἀριστεύων ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ περιόπτως ἔπεσεν, ἐνδόξως, λαμπρῶς, Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ.

Middle Liddell

περί-οπτος, ον, ὄψομαι
1. to be seen all round, in a commanding position, Plut.
2. conspicuous, admirable, Plut.:—adv. περιόπτως, gloriously, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=περίβλεπτος, σπουδαῖος). Ἀπό τό περί + ὄψομαι τοῦ ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.