благоразумный
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
Russian > Greek
συνετός, εὔβουλος, σωφρονικός, πινυτόφρων, περιεσκεμμένος, φρενήρης, φρόνιμος, σώφρων, σαόφρων, εὐλαβής, πρόνοος, πρόνους, ἐπιμηθής, πινυτός, εὐλόγιστος