εὐλόγιστος
English (LSJ)
εὐλόγιστον,
A easily computed, hence of ratios, simple, Arist.Sens.439b32; opp. περιττός, Id.Metaph.1092b27; πληθύς D.H.4.15.
2 well-weighed, αἰτίαι Id.1.4; well-calculated, reasonable, ὁδός Id.5.55; rational, ἐκλογή Antip.Stoic.3.253, Chrysipp.ib. 46; λόγος Phld.Rh.2.160 S.; τῶν ἀλγεινῶν ὑπομονή Hierocl.in CA11p.441M.
3 probable, Phld.Lib.p.27 O.
4 blessed, Ph.1.46, al.
II Act., calculating well or calculating rightly: hence, prudent, circumspect, ἀνδρὸς τὸ κρατέειν (sc. θυμοῦ) εὐλογίστου Democr.236, cf. Arist. Rh.1385b27, Plb.10.2.7, Phld.Ir.p.81 W., etc.: Sup., Ph.1.644; τὸ εὐλόγιστον = εὐλογιστία (reasonableness, prudence, caution), Arr.Epict.1.11.17, Ps.-Dsc.1.103. Adv. εὐλογίστως = rationally, opp. ἀλογίστως, Epicur.Ep.3p.66U.; prudently, wisely, κεχρῆσθαι τοῖς καιροῖς Plb.18.33.7 (Sup.); εὐλογίστως φέρειν D.H.4.21, cf. Arr.Epict. 3.2.2, M.Ant.8.32.
German (Pape)
[Seite 1078] wohl berechnend, überlegend, vorsichtig, Arist. rhet. 2, 8; καὶ φρένας ἔχοντες Pol. 10, 2, 7; von Plut. consol. ad Apollon. p. 318 erkl. ὁ τὸν οἰκεῖον ὅρον ἔχων καὶ δυνάμενος φέρειν δεξιῶς τά τε προσηνῆ καὶ τὰ λυπηρά κ. τ. λ., also ein kluger u. ruhiger Mann; – gut berechnet, wohl überlegt, αἰτίαι D. Hal. 1, 4; ὁδὸς εὐλ. καὶ ἀσφαλής 5, 55; Plut. u. a. Sp.; von Zahlen, leicht zu berechnen, ἀριθμοί Arist. sens. 3; dem περιττός entgegengesetzt, id. Metaphys. – Adv., εὐλογίστως καὶ πρᾴως φέρειν D. Hal. 4, 21; Plut. C. Gracch. E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui raisonne bien, sensé, prudent ; τὸ εὐλόγιστον = bon sens, prudence;
2 bien raisonné, bien calculé.
Étymologie: εὖ, λογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐλόγιστος:
1 хорошо рассчитывающий, благоразумный, рассудительный Arst., Polyb., Plut.;
2 хорошо обдуманный, основательно продуманный (ἐκλογή Plut.);
3 легко исчисляемый (ἀριθμός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐλόγιστος: -ον, ὁ εὐκόλως ὑπολογιζόμενος, «εὐκολολογάριαστος», ἐπὶ ἀριθμῶν, Ἀριστ. Μετὰ τοῦ Φυσ. 13. 6, 1, π. Αἰσθ. 3. 12· πληθὺς Διον. Ἁλ. 4. 15. 2) καλῶς λογαριασθείς, ζυγισθείς, αἰτίαι ὁ αὐτ. 1. 4· εὔλογος, ὀρθός, ὁδὸς ὁ αὐτ. 5. 55· ἐκλογὴ Πλούτ. 2. 1072C. II. ὀρθῶς ὑπολογίζων, φρόνιμος, σκεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 4, Πολύβ. 10, 2, 7, κτλ: τὸ εὐλόγιστον εὐλογιστία Πλούτ. 2, 1071Ε, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 11, 17: - Ἐπίρρ. -τως, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 135· εὐλ. φέρειν Διον. Ἁλ. 4. 21.
Greek Monolingual
εὐλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα
2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῖς εὐλογίστοις», Αριστοτ.)
β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.)
3. αυτός που έχει ζυγιστεί, υπολογιστεί, εκτιμηθεί καλά («εὐλόγιστοι αἰτίαι», Διον. Αλ.)
4. λογικός, εύλογος
5. ορθός, φρόνιμος («εὐλόγιστος ἐκλογή», Πλούτ.)
6. ευτυχής («τὸν πολυχρήματον εὐθὺς εἶναι καὶ εὐλόγιστον», Φίλ.)
7. δεκτός, αποδεκτός
8. αυτός που υπολογίζει, που σκέπτεται καλά και σωστά, ο συνετός, ο φρόνιμος («ἀνδρὸς τὸ κρατέειν [θυμοῦ] εὐλογίστου», Δημόκρ.)
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλόγιστον
η ευλογιστία, η φρόνηση, η σύνεση.
επίρρ...
εὐλογίστως (Α)
1. ορθά, με λογισμό, ορθολογιστικά
2. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λογιστός (< λογίζω < λόγος < λέγω)].
Greek Monotonic
εὐλόγιστος: -ον, αυτός που υπολογίζει σωστά, φρόνιμος, σκεπτικός, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐ-λόγιστος, ον
rightly reckoning, thoughtful, Arist.
Translations
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı
rational
Arabic: عَقْلَانِيّ; Armenian: ռացիոնալ, խելացի, նպատակահարմար; Bulgarian: смислен; Catalan: racional; Chinese Mandarin: 合理的; Czech: racionální; Danish: rationel; Dutch: rationeel, redelijk, verstandelijk; Finnish: järkevä, järjellinen, järkiperäinen, järkeenkäypä, rationaalinen; French: raisonnable; German: vernünftig; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌸𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: λογικός; Ancient Greek: λογικός, ἔμφρων, ἔλλογος, εὐλόγιστος; Hungarian: racionális, észszerű; Italian: ragionevole, sensato, logico; Japanese: 合理的; Korean: 합리적; Macedonian: рационален, разумен, целисходен; Maltese: għaqli; Old English: ġesċeādwīs; Polish: racjonalny, rozsądny; Portuguese: racional; Romanian: rațional; Russian: рациональный, разумный, целесообразный, рассудительный; Scottish Gaelic: ciallach; Serbo-Croatian Cyrillic: рационалан, разуман, разборит; Roman: racionalan, razuman, razborit; Spanish: razonable; Swedish: rationell; Telugu: హేతుబద్దమైన; Ukrainian: раціональний; Vietnamese: hợp lí, hợp lý