μυρόεις

From LSJ
Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρόεις Medium diacritics: μυρόεις Low diacritics: μυρόεις Capitals: ΜΥΡΟΕΙΣ
Transliteration A: myróeis Transliteration B: myroeis Transliteration C: myroeis Beta Code: muro/eis

English (LSJ)

μυρόεσσα, μυρόεν, anointed, βόστρυχος AP6.234 (Eryc.); μοιχευταί Man.4.305.

German (Pape)

[Seite 221] εσσα, εν, gesalbt, βόστρυχος, Eryc. 2 (VI, 234).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
parfumé.
Étymologie: μύρον.

Russian (Dvoretsky)

μῠρόεις: όεσσα, όεν умащенный (βόστρυχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόεις: εσσα, εν, μεμυρωμένος, βόστρυχος Ἀνθ. Π. 6. 234.

Greek Monolingual

μυρόεις, -εσσα, -εν (Α)
μυρωμένος, αρωματισμένος, ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -όεις (πρβλ. οινόεις)].

Greek Monotonic

μῠρόεις: -εσσα, -εν, μυρωμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῠρόεις, εσσα, εν
anointed, Anth. [from μῠ́ρον]