πόρθησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, sack of a town, D.18.70, Plu.Sull.33, etc.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, Zerstörung; Schol. Soph. Phil. 1376; Plut. Sull. 33.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de dévaster, dévastation, ruine.
Étymologie: πορθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρθησις -εως, ἡ πορθέω verwoesting.
Russian (Dvoretsky)
πόρθησις: εως ἡ (действие) разорение, разрушение Dem., Plut.
Greek Monotonic
πόρθησις: ἡ, λεηλασία πόλης, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πόρθησις: ἡ, ἡ ἐκπόρθησις πόλεως, Δημ. 248. 5. Πλουτ. Σύλλ. 33, κτλ.
Middle Liddell
πόρθησις, εως, [from πορθέω
the sack of a town, Dem.