μεταμπίσχω

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμπίσχω Medium diacritics: μεταμπίσχω Low diacritics: μεταμπίσχω Capitals: ΜΕΤΑΜΠΙΣΧΩ
Transliteration A: metampíschō Transliteration B: metampischō Transliteration C: metampischo Beta Code: metampi/sxw

English (LSJ)

clothe in a new dress, εἱμαρμένη -ίσχουσα τὰς ψυχάς Plu.Fr.inc.146.ά:—more freq. in Med., put on a different dress, δουλείαν -ισχόμενος putting on the new dress of slavery, Pl.R. 569c; μ. τὸν βίον Procop.Arc.16; ψυχήν Aen.Gaz. Theophrastus p.10 B.: abs., change one's dress, ἐὰν μεταμπίσχηται Aristid.2.207 J.; cf. μεταμφιάζω.

French (Bailly abrégé)

faire changer de vêtement;
Moy. μεταμπίσχομαι changer de vêtement : ἀντὶ τῆς ἐλευθερίας τὴν δουλείαν μεταμπισχόμενος PLAT qui prend la livrée de l'esclavage en échange du vêtement de l'homme libre.
Étymologie: μετά, ἀμπίσχω.

Greek Monolingual

μεταμπίσχω (Α)
1. ντύνω κάποιον με νέο ένδυμα
2. μτφ. μεταμορφώνω, μεταβάλλω τη μορφή («εἱμαρμένη μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς», Πλούτ.)
3. μέσ. μεταμπίσχομαι
αλλάζω, αλλάζω το ένδυμά μου, ντύνομαι νέο ένδυμα («πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμπίσχω «περιβάλλω»].

German (Pape)

μεταμπέχω.