θυμίημα
From LSJ
English (LSJ)
Ionic for θυμίαμα.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, ion. = θυμίαμα, Her. 1, 198 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θυμίαμα.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμίημα: θυμιῆται, Ἰων. ἀντὶ θυμίαμα, θυμιᾶται, ἴδε θυμιάω.
Greek Monolingual
θυμίημα, τὸ (Α)
ιων. τ. του θυμίαμα.
Greek Monotonic
θῡμίημα: Ιων. αντί θυμίαμα.