νανουρίζω
From LSJ
Greek Monolingual
και ναναρίζω
1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω
2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή του -α- σε -ου-), πιθ. κατά τα νιαουρίζω, γουργουρίζω].