διαπίμπλαμαι
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Middle Liddell
Pass. to be quite full of, τινός Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
διαπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.
Greek Monotonic
διαπίμπλᾰμαι: Παθ., είμαι αρκετά γεμάτος, ξεχειλίζω από, τινόςσε Θουκ.