ἐνενηκοστός
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἐνενηκοστή, ἐνενηκοστόν, ninetieth, interpol. in X.HG1.2.1, cf. Aët.1.112:
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 numeral ordinal nonagésimo Ὀλυμπιὰς τρίτη καὶ ἐνενηκοστή X.HG 1.2.1, cf. D.S.12.77, 14.54, Plu.2.835d, Paus.5.8.10, I.AI 1.148, IG 10(2).1.168.12 (III d.C.), D.C.67.14.5, βίβλος I.AI 1.94, cf. Ath.508f, coordinado con otro numeral, para expresar los números de la misma decena ἔτει τρίτῳ καὶ ἐνενηκοστῷ en el año nonagésimo tercero Th.3.68.
2 numeral fraccionario noventavo (ἐνενηκοστὸν) μέρος POxy.2039.5 (VI d.C.)
•subst. τὸ ἐ. noventava parte, ODouch 489 (IV/V d.C.)
•subst. ἡ ἐ. tasa de la noventava parte, del 1,11 por ciento, PEleph.14.22 (III d.C.) en BL 8.119.
German (Pape)
[Seite 838] ή, όν, der neunzigste, Suid.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
quatre-vingt-dixième.
Étymologie: ἐνενήκοντα.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐνενηκοστός, -ή, -όν)
αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό ενενήντα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνενηκοστός: девяностый Xen.