ἔμφοβος

Revision as of 12:26, 18 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἔμφοβον,
A terrible, θεαί S.OC39.
II Pass., in fear, timorous, ὕπειξις τῆς ψυχῆς Thphr. Char.25.1; terrified, frightened, LXX Si.19.24, Ev.Luc.24.5, al., Bull.Soc.Alex.6.45. Adv. ἐμφόβως Hsch. s.v. ὀρρωδέως.

Spanish (DGE)

-ον
I 1asustado, temeroso, sobrecogido al ver a un león, Aesop.49.2, cf. Vett.Val.58.2
del temor reverencial ante la divinidad y lo sobrenatural, esp. jud.-crist. ἔμφοβοι γενομένοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν aterrados, creían ver un espíritu, Eu.Luc.24.37, cf. Apoc.11.13, Act.Ap.10.4, 24.25, Eus.M.22.996C, κρείττων ἡττώμενος ἐν συνέσει ἔ. es preferible el corto de inteligencia que teme (a Dios) LXX Si.19.24, cf. Suppl.Mag.46.13, ἀσεβῶν καταπιπτόντων, δίκαιοι ἔμφοβοι γίνονται cuando los impíos tropiezan, los justos temen Basil.Ep.22.3 (p.57), μετὰ χαρᾶς ἔμφοβοι Cyr.H.Catech.14.13, ἦθος MAMA 8.321.7 (Iconion, crist.).
2 aterrorizante, terrible θεαί de las Euménides, S.OC 39, σεμνὸν δὲ δὴ ἢ ἔμφοβον τί ἐν τούτοις; de unas estatuas, Philostr.VA 6.19, cf. Iambl.Protr.20 (p.129).
II adv. ἐμφόβως = con temor, reverencialmente ante la divinidad o Dios οὗ οἱ δαίμονες ἀκούσαντες τοῦ ὀνόματος ἔ. φοβοῦνται Suppl.Mag.47.13, ταῖς ἁγίαις γραφαῖς ... ἐμφόβως ἀκολουθεῖν Eus.Marcell.2.19 (p.125), cf. Ath.Al.Syn.23.10, Basil.M.30.776A.

German (Pape)

[Seite 820] 1) in Furcht stehend, gefürchtet, Soph. O. C. 39. – 2) in Furcht, furchtsam, LXX.; gottesfürchtig, K. S. – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui inspire la crainte, terrible;
NT: effrayé, terrifié, épouvanté.
Étymologie: ἐν, φόβος.

Russian (Dvoretsky)

ἔμφοβος:
1 наводящий ужас, страшный (θεαί Soph.);
2 прихоздщий в ужас: ἔ. γενόμενος NT испугавшийся.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφοβος: -ον, ὁ ἐμποιῶν φόβον, Λατ. formidolosus, αἱ γὰρ ἔμφοβοι θεαὶ σφ’ ἔχουσι Σοφ. Ο. Κ. 39. ΙΙ. παθ., ὁ ἐν φόβῳ, πεφοβημένος, ἔντρομος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΘ΄, 24). - Ἐπίρρ. -βως, Ἡσύχ. ἐν λέξει ὀρρωδέως.

English (Strong)

from ἐν and φόβος; in fear, i.e. alarmed: affrighted, afraid, tremble.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἐμφοβον,(φόβος), thrown into fear, terrified, affrighted: ); Theophrastus, char. 25 (24), 1; (inspiring fear, terrible, Sophocles O. C. 39.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἔμφοβος, -ον)
φοβισμένος, τρομαγμένος, έντρομος
αρχ.
1. τρομερός φοβερός, αυτός που εμπνέει φόβο
2. αυτός που κατέχεται από θείο φόβο.
επίρρ...
εμφόβως
με φόβο, φοβισμένα, δειλά.

Greek Monotonic

ἔμφοβος: -ον (ἐν), τρομακτικός, φρικτός, Λατ. formidolosus, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἔμ-φοβος, ον adj [ἐν]
terrible, Lat. formidolosus, Soph.

Chinese

原文音譯:œmfoboj 恩-賀波士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:在內-懼怕(的)
字義溯源:懼怕的,恐懼的,驚怕的,害怕的
出現次數:總共(5);路(2);徒(2);啓(1)
譯字彙編
1) 驚怕(2) 路24:5; 徒10:4;
2) 恐懼(2) 徒24:25; 啓11:13;
3) 害怕(1) 路24:37

English (Woodhouse)

alarming, dreadful, fearful, horrible