εἴσοπτος

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσοπτος Medium diacritics: εἴσοπτος Low diacritics: είσοπτος Capitals: ΕΙΣΟΠΤΟΣ
Transliteration A: eísoptos Transliteration B: eisoptos Transliteration C: eisoptos Beta Code: ei)/soptos

English (LSJ)

εἴσοπτον, visible, βιεφάροις θνατῶν ἔς. Simon.58.4, cf. Hdt.2.138, Antipho Soph.6.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἐσ- Simon.74.5, Hdt.2.138
visible (ἁ Ἀρετά) οὐδὲ πάντων βλεφάροισι θνατῶν ἔ. Simon.l.c., ἱρόν Hdt.l.c., cf. Antipho Soph.B 6.

German (Pape)

[Seite 744] anzusehen, sichtbar, Her. 2, 138.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible.
Étymologie: εἰσοράω.

Russian (Dvoretsky)

εἴσοπτος: ион. ἔσοπτος 2 заметный, находящийся на виду, отовсюду (со всех сторон) хорошо видимый (τὸ ἱρόν Her.).

Greek (Liddell-Scott)

εἴσοπτος: -ον, ὁρατός, Σιμωνίδ. 26, Ἡρόδ. 2. 138.

Greek Monolingual

εἴσοπτος και ἔσοπτος, -ον (Α)
ορατός, προσιτός στη θέα.

Greek Monotonic

εἴσοπτος: -ον (εἰσόψομαι, μέλ. του εἰσοράω), ορατός, ολοφάνερος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εἴσοπτος, ον εἰσόψομαι, fut. of εἰσοράω
visible, Hdt.