κατέρχομαι

From LSJ
Revision as of 19:40, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέρχομαι Medium diacritics: κατέρχομαι Low diacritics: κατέρχομαι Capitals: ΚΑΤΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: katérchomai Transliteration B: katerchomai Transliteration C: katerchomai Beta Code: kate/rxomai

English (LSJ)

fut.

   A κατελεύσομαι Od.1.303, Hdt.5.125, Arr.An.6.12.3 (but in good Att. κάτειμι, as also κατῄειν is always used for the impf.): aor. κατήλῠθον or κατῆλθον, inf. κατελθεῖν; Dor. subj. κατένθῃ Berl.Sitzb.1927.165 (Cyrene); Arc. part. κατενθών, pf. part. κατηνθηκώς, v. καθέρπω 11: pf. κατελήλυθα SIG675.24 (ii B.C.):—go down, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il.20.125, etc.; τιν' ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος . . κατελθέμεν 6.109; go down to the grave, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε, ib. 284, 7.330; εἰς Ἅιδου E.HF1101, etc.: rarely c. acc., τίς . . σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν; Ar.Fr.149.2 (parod.); from high land to the coast, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od.1.303; from country to town, 11.188; down the Nile, εἰς Ἀλεξάνδρειαν PLille3.80(iii B.C.), etc.    2 of things, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης by the descending rock, Od.9.484, 541; of a river, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων comes down in flood, Hdt.2.19; κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Th.4.75.    3 κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Lat. descendere in certamen, S.E.M.7.324.    4 c. acc., come to a place, ὑμέτερον δῶ Od.24.115; ἀφθονία κατελήλυθε τὴν πόλιν Lyd.Mag.3.76.    5 of property, pass to, PRein.42.28 (i/ii A.D.), POxy.1704.5(iii A.D.).    II come back, return, esp. come back from exile, Hdt.4.4, al., A.Ag.1647, Ch.3, Eu.462, S.OC601, Ar.Ra.1165, 1167, Pl.Ap.21a, OGI90.20 (Rosetta, ii B.C.), etc.; φυγὰς κατελθών S.Ant.200; ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν E.IT39: in pass. sense, ὑπ' ὀλιγαρχίας κατελθεῖν to be brought back by... Th.8.68; cf. κάτειμι 11, καθέρπω 11.

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ἔρχομαι), 1) herabkommen, herabsteigen; πάντες δ' Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il. 20, 125; ἐξ οὐρανοῦ 6, 109; in die Unterwelt hinabsteigen, Ἄϊδος εἴσω 6, 128, ψυχαὶ δ' ἄϊδόσδε κατῆλθον 7, 330; so Eur. Herc. Fur. 1101; zum Meeresstrande, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od. 1, 303, öfter; nach der niedriger liegenden Stadt, 11, 188; von leblosen Dingen, herabkommen, -fallen, κατερχομένης πέτρης 9, 484. 541; von Flüssen, κατέρχεται ὁ Νεῖλος Her. 1, 19; – εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere, S. Emp. adv. math. 7, 324. – 2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimath zurückkehren; ἐς πόλιν Aesch. Spt. 980, vgl. Ch. 3; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι Eum. 440; φυγὰς κατελθών Soph. Ant. 200, vgl. O. C. 607; εἴ κως κατέλθοιεν εἰς τὴν ἑαυτῶν Her. 5, 30; häufig bei Thuc., Xen. u. den Rednern, wie Sp. Vgl. κάτειμι.