ἀπιστία Search Google

From LSJ
Revision as of 19:36, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπιστία Medium diacritics: ἀπιστία Low diacritics: απιστία Capitals: ΑΠΙΣΤΙΑ
Transliteration A: apistía Transliteration B: apistia Transliteration C: apistia Beta Code: a)pisti/a

English (LSJ)

Ion. -ίη, ἡ,

   A unbelief, distrust, πίστεις . . δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας beliefs and disbeliefs, Hes.Op.372; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831 [ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι Heraclit.86, cf. Pl.Grg.493c; τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Hdt.3.66, cf. 2.152; ὑπὸ ἀπιστίης Id.3.153, al.; ὑπὸ ἀ. μὴ γενέσθαι τι from disbelief that... Id.1.68; ἀ. πρὸς ἑαυτόν lack of self-confidence, Th.8.66; ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι E.Ion1606; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας A.Ag.268; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Pl.Phd.107b; σώφρων ἀ. E.Hel.1617; πρὸς -ίαν τοῦ κατηγόρου to discredit him, Arist.Rh.1398a10; ἡ ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Id.Pol. 1297a4; ἀ. ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2; πρός τι Pl.Sph.258c.    2 of things, τὰ εἰρημένα ἐς ἀ. πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Pl.R.450c; ὁ λόγος εἰς ἀ. καταπίπτει Id.Phd.88d; καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀ. ib.c; ἀ. παρέχειν ib.86e (interpol.); ἀτοπία καὶ ἀπιστία incredibility, Isoc.17.48; ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει D. 10.44.    II want of faith, faithlessness, θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀ. S.OC611; treachery, And.3.2, X.An.2.5.21; βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309.

German (Pape)

[Seite 291] ἡ, 1) Ungläubigkeit, Mißtrauen, Argwohn, im Ggstz von πίστις, Soph. O. C. 617; wie schon Hes. O. 370, im plur.; Theogn. 829; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας Aesch. Ag. 259; ὑπ' ἀπιστίης, aus Mißtrauen, Her. 1, 24 u. öfter; Plat. u. Folgde; = ὑποψία, Xen. An. 2, 5, 4; πρός τινα Dem. 9, 38; Zweifel, ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος Plat. Phaed. 107 b; πρός τι Soph. 258 c; von Sachen, πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Is. 1, 29, wie Plat. Rep. V, 450 c, hat, erregt Zweifel; παρέχειν Phaed. 86 e; εἰς ἀπιστίαν καταβάλλειν, καταπίπτειν, ibid. 88 c. – 2) Unglaublichkeit, Unzuverlässigkeit, Isocr. 17, 48; Unbeständigkeit, Plat. Gorg. 493 c; Treulosigkeit, πολέμου Isocr. 6, 49; πρὸς ἀνθρώπους Xen. An. 2, 5, 21 Pol. 3, 99 u. öfter. – 3) Ungehorsam? [Bei Ep. ist die penultima zuweilen lang.].