τύπος
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (τύπτω)
A blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12; αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων Nonn.D.20.351; so perh. νάβλα τ. Sopat.16. II the effect of a blow or of pressure: 1 impression of a seal, τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου E.Hipp.862, cf. Pl.Tht.192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21; τ. ἐνσημήνασθαί τινι Pl.R.377b; stamp on a coin, τὰ ἀκριβῆ τὸν τ. Luc.Hist.Conscr.10, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron, ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος Luc.Pisc.46: generally, print, impression, χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν Plu.2.727c, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ', Gp.2.20.1; στίβου γ' οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος) ; ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr.1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print, βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων Ev.Jo.20.25; οἱ τ. τῶν πληγῶν Ath.13.585c. b impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.; ὁ θεὸς . . πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3. 2 hollow mould or matrix, καθάπερ ἐν τύπῳ τὰ σχήματα πλασθῆναι Arist.PA676b9, cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph., Κύπριος χαρακτήρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων A.Supp.282. 3 engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr.275a; τὰ γεγραμμένα τύποις Id.Ep.343a; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 (Jerusalem). 4 the depression between the underlip and chin, Poll.2.90. 5 pip on dice, Id.9.95. III cast or replica made in a mould, τ. κατάμακτος IG22.1534.87; τ. ἔγμακτος ib.64. IV figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture, αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138, cf. 106, 136, 148, 153; θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ Iamb.Protr.21.κγ; σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις E.Ph.1130; χρυσοκόλλητοι τ. Id.Rh.305; τ. ἀργυροῦς IG22.1533.30, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.; τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον Paus.6.23.5; τῶν τ' ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν' ἔχει IG2.2378, cf. 22.2021.8, 3.1330.5; ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες Paus.9.11.3; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι . . ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7. V carved figure, image, ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν Hdt.2.86; τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε· ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Id.3.88; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr.1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr.764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10. 2 exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J. VI form, shape, οὐλῆς Arist.GA721b32; σώματος Id.Phgn.806a32; προσώπου Id.Mir.832b15; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b; τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ. OGI56.73 (Canopus, iii B. C.); οἱ τ. τῶν γραμμάτων D.H.Dem.52; ὁ τ. τῶν χαρακτήρων Plu.2.577f; τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων Sor.1.39; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th.488; Γοργείοισιν εἰκάσω τ. Id.Eu.49; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5; βραχιόνων ἡβητὴς τ. E.Heracl.858; κάλλος ἔχουσα τύποισι features, IG14.2135 (Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4. 2 thing having a shape, οὐλοφυεῖς . . τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57. 3 form of expression, style, ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος] D.H.Pomp.4; ὁ τ. τῆς γραφῆς Longin. ap. Porph. Plot.19; ὁ τ. ὁ πολιτικός Hermog.Id.2.11; οὐδ' ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.; ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ. Iamb.Protr.21; ὁ αἰνιγματώδης τ. Id.VP23.103. 4 Gramm., mode of formation, form, τ. πατρωνυμικῶν D.T.634.29; τ. παθητικός A.D.Synt.278.25. VII archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances, αὑτὸν ἐκμάττειν . . εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ. Pl.R. 396e; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς... οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους· . . οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib.379a, cf. 380c. 2 character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. τούτου Id.Tht.171e; τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα τύπου Id.R.402d; τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα Id.Phlb.51d. 3 type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512. VIII general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra.432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr.255. 2 outline, sketch, general idea, ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι Pl.R.403e; περιγραφὴ καὶ τύποι Id.Lg.876e; ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω Id.R.491c; τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν Arist.Pol.1341b31; ἐξηγεῖσθαι τύποις Pl.Lg.816c; ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Isoc.15.186, cf. Phld.Rh.2.166 S.; ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας Epicur.Ep.1p.3U.; pl., ib.p.4 U.; δέονται . . ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα Gal.6.397; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας, εἰρῆσθαι Pl.R.414a; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib.559a; ἐν ἑνὶ περιλαβόντα εἰπεῖν αὐτὰ οἷόν τινι τύπῳ Id.Lg.718c; τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Arist.EN1104a1; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib.1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib.1107b14; ὡς ἐν τ. Id.Pol.1323a10; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top.101a22; ὡς τύπῳ λαβεῖν Thphr.Char.1.1. 3 outline, ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί Adam.2.61. IX prescribed form, model to be imitated, ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος Democr.228; οὗτος . . εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν Pl.R.380c, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib.398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib.443c; τ. εὐσεβείας . . παισὶν . . ἐκτέθεικα OGI383.212 (Nemrud Dagh, i B. C.); ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ 1 Ep.Thess.1.7; κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι LXX Ex.25.39(40), cf. Act.Ap.7.44. 2 general instruction, δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα Plb.21.24.9; general principle in law, τ. ἐστὶν καθ' ὃν ἔκρεινα πολλάκις PRyl.75.8 (ii A. D.). b rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33. 3 rough draft of a book, βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις Gal.18(2).875, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.); τ. χειρογραφίας PMich.Teb. 123r ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit. 4 form of a document, ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος PMich.Zen. 9v.3 (iii B. C.); σωματισθῆναι . . τύπῳ τῷδε· τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ. POxy.1460.12 (iii A. D.); κατὰ τὸν αὐτὸν τ. PFlor. 279.16 (vi A. D.). 5 text of a document, ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο LXX 3 Ma.3.30, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2. 6 written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov.113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others, χρὴ . . δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν POxy.1911.145 (vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.). X as law-term, summons, writ, οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι Philostr.VS1.25.9; δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ. Poll.8.29.
German (Pape)
[Seite 1162] ὁ, 1) der Schlag; τύπος ἀντίτυπος, Her. 1, 67, im Orak., wo Hammer u. Ambos damit angedeutet ist; – das durch den Schlag Hervorgebrachte; – a) der sichtbare Eindruck vom Schlage; Schlag oder Gepräge der Münze, mit u. ohne νομίσματος, Sp.; τὸν τύπον ἀπέματτε Luc. Alex. 21. – Die Züge der in Stein gehauenen Schriftzeichen, χαρακτήρων, τύποι γραμμάτων, Plut. Alex. 17. – Τῶν ἥλων, Nägelmale, N. T. – Ueh. durch Hämmern des Metalls oder Behauen des Steins hervorgebrachtes Kunstwerk, σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Eur. Phoen. 1137, vgl. Rhes. 305; χρυσέων ξοάνων τύποι, Troad. 1074; τύποις ἐσκευάσθαι, ἐγγεγλύφθαι, von erhabener Arbeit in Stein, mit eingeschnitzten Figuren versehen, geziert sein, Her. 2, 138; τύποι, übh. Bildhauerarbeit, 2, 86, vgl. 3, 88; Bildsäule, Agath. 36. 39 (Plan. 331. VII, 602); ἐν τύπῳ od. ἐπὶ τύπου, in erhabener Arbeit, Paus. 2, 19, 7. 9, 11, 3. – Uebh. Eindruck von einem Tritt od. Druck, Spur, στίβου Soph. Phil. 29; πληγῶν Plut. Aemil. Paull. 19; χύτρας, die Spur, welche der Topf da zurückließ, wo er stand, Ath. – Uebertr., τύπος, ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ, Plat. Rep. II, 377 b. – b) der hörbare Eindruck vom Schlage, z. B. des Hammers, vom Hufschlage der Pferde u. ä., Xen. Equit. 11, 12 u. A. – 2) Uebh. Form, Gestalt, Abbild; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος, Aesch. Spt. 470; ἐν γυναικείοις τύποις, Suppl. 279. – Uebertr., τύπος ῥήτορος, Plat. Rep. III, 396 e; εἰς ἀρχὴν καὶ τύπον τινὰ τῆς δικαιοσύνης κινδυνεύομεν ἐμβεβηκέναι, IV, 443 c; – Umriß, kurze, unausgeführte Darstellung od. Beschreibung einer Sache, bes. τύπῳ, ὡς τύπῳ, ἐν τύπῳ λέγειν, im Umriß, oberflächlich, überhaupt, ohne nähere Bestimmung; ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας εἰρῆσθαι, III, 414 a (vgl. Arist. eth. 2, 2, 3); ἤτοι σαφῶς ἢ καί τινα τύπον αὐτοῦ ληπτέον, Phil. 61 a; Folgde, δόντες τοὺς τύπους τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, Andeutungen, Pol. 22, 7, 9. – Auch Vorbild, Muster, Modell, wonach Etwas gearbeitet wird; τύπον, adv., nach Art, gleichwie, Sp. oft. – 3) eine gewisse Regel oder Ordnung, nach welcher Krankheiten zu- od. abnehmen, Medic. – 4) eine Klage wider einen säumigen Schuldner, Poll. 8, 29. τό, = τύμμα, zw.