κυρόω
English (LSJ)
fut. -ώσω Hdt.6.86.β: (κῦρος):—
A confirm, ratify, δόμοις . . τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν A.Pers.227 (troch.); τῇδ' ἐκύρωσεν φάτις ib.521; ταῦτα Hdt.l.c.; τὸν γάμον Id.6.126; ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη Th.8.69; Ζεῦ, ταῦτα κυρώσειας Ar.Th.369 (lyr.); μοῖραν Pl.R. 620e; τὴν γνώμην Plb.1.11.1; τὰς διαλύσεις Id.1.17.1:—Med., accomplish one's end, λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα Pl.Grg.451c, cf. d:—Pass., to be ratified, determined, ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ Hdt.6.130; οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ πρῆγμα Id.8.56, cf. Th.4.125; τοὺς κυρωθέντας [τῶν νόμων] And.1.85, cf. D.20.93; τὸ ψήφισμα τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων IG7.303.45 (Orop.); κυρωθέντος τοῦ δόγματος Plb.1.11.3; of a contract, to be sanctioned, PPetr.2p.44 (iii B.C.); in auctions, to be knocked down, BGU992i9 (ii B.C.); ὁ κυρωθείς the highest bidder, to whom an object is knocked down, PRev.Laws 48.17 (iii B.C.): generally, ποῖ κεκύρωται τέλος; at what point hath the end been fixed or determined? A.Supp.603, cf. Ch.874, E.Hipp.746 (v.l.); πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς before it has been accomplished, Id.El.1069: c. inf., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν it had been decided to fight, Hdt.6.110; ἐκυρώθη ναυμαχέειν Id.8.56. 2 κ. δίκην decide it, A.Eu.581, 639. 3 c. acc. et inf., decree or ordain that... τηρηθῆναι τὸν νόμον Arist.Fr. 593. 4 of arguments or doctrines, confirm, establish, Phld.Po. Herc.1676.3; κ. ὅτι . . Id.Sign.7.
German (Pape)
[Seite 1537] bestätigen, bekräftigen, begründen; φάτιν Aesch. Pers. 223; ἐπειδὴ τῇδ' ἐκύρωσεν φάτις ὑμῶν 517; δίκην, entscheiden, Eum. 551, vgl. 609; πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγὰς τῆς θυγατρός Eur. El 1069, d. i. ehe das Opfer vollzogen worden; Ζεῦ, ταῦτα κυρώσειας, bestätige, genehmige dies, Ar. Th. 369; – bes. im Staate, von der höchsten Gewalt, Etwas beschließen, bestätigen, festsetzen; Her. 6, 86, 2; ὡς κυρώσοντος Κλεισθένεος τὸν γάμον ἐν ἐνιαυτῷ 6, 126; οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ προκείμενον πρῆγμα 8, 56; ἐπειδὴ ὴ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη Thuc. 8, 69; νόμοι κυρούμενοι Andoc. 1, 84; παρ' ὑμῖν πάντα κυροῦται Dem. Lpt. 93; Sp., wie Pol., τοῦ δήμου κυρώσαντος τὰς διαλύσεις 17, 1, κυρωθέντος τοῦ δόγματος ὑπὸ τοῦ δήμου 11, 3. – Eben so im med., αὕτη λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα, bringt es zur Erfüllung, vollendet Alles, Plat. Gorg. 451 c, u. αἱ λόγῳ πᾶν κυρούμεναι, Künste, die nur durch die Rede ihre Bestimmung erreichen, ibd.