ἕρκος
English (LSJ)
εος, τό,
A fence, enclosure (πᾶν ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον Pl.Sph.220b) round gardens and vineyards, Od.7.113, Il. 5.90, 18.564 ; esp. round the court-yards of houses, Od.21.238 (pl.), al.; ὑπὲρ ἕρκος ὑπερθορεῖν Sol.4.29, Hdt.6.134 : pl., S.Aj.1274; also, the place enclosed, court-yard, στὰς μέσῳ ἕρκεϊ Il.16.231, cf. Od.8.57 (pl.), etc.; Κίσσιον ἕρκος, i.e. Susa, A.Pers.17(anap.); ποῖον γαίας ἕ.; what city? E.Heracl.441 ; ἕ. ἱερόν sacred enclosure, S.Tr.607; shell of the pinna, Plu.2.980b. 2 wall for defence, ἕρκεϊ χαλκείῳ Il.15.567 ; ἕρκος..ἐκ ναυηγίων περιεβάλοντο Hdt.7.191, cf. 9.99. 3 periphr., ἕ. ὀδόντων the fence (consisting) of the teeth, mostly in phrase, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕ. ὀδόντων; Il.4.350, cf. Sol.27.1 ; ἀμείψεται ἕ. ὀδόντων Il.9.409, Od.10.328 ; κάρχαρον ἕ., without ὀδόντων, Opp.H.1.506 ; ἀγγέων ἕρκεσι, = ἄγγεσι, Pi.N.10.36 ; μέλαν ἕ. ἅλμας, i.e. the sea, Id.Dith. Oxy.1.16, cf. P.2.80 (= ἐπιφάνεια, Sch.); σφραγῖδος ἕ., i.e. a seal, S.Tr.615. 4 metaph., defence, ἕ. ἀκόντων, of a shield, a defence against javelins, Il.15.646 ; ἕ. βελέων 5.316; ἕ. ἰωχμοῖο, of the lion's skin, Theoc.25.279; ἕρκεσιν εἴργειν κῦμα θαλάσσας A. Pers.89 (lyr.). b of persons, ἕ. Ἀχαιῶν, of Ajax, Il.3.229; of Achilles, Pi.Pae.6.85; of soldiers, ἕρκος πολέμοιο a defence against war, Il.4.299; of Achilles, ἕ. Ἀχαιοῖσιν..πολέμοιο 1.284; of Clytaemnestra, γαίας μονόφρουρον ἕ. A.Ag.257(lyr.): abs., Pi.P.5.113, etc. 5 a net, toils, for birds, Od.22.469 : mostly in pl., σπίζ' ὅπως ἐν ἕρκεσιν S.Fr.431, cf. Ar.Av.528(anap.), Pherecr.209, Arist. HA617b24; for deer, Pi.N.3.51; coils of a lasso, Hdt.7.85: metaph., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν A.Ag.1611, cf. S.Aj.60, E.Med.986(lyr.); λέκτρων ἔχεσθαι φιλτάτοις ἐν ἕρκεσι Id.Ba.958, cf. Hymn.Is.158; χρυσοδέτοις ἕρκεσιν..γυναικῶν, of Eriphyle's necklace, S.El.838(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1031] τό (ἔργω, εἴργω), 1) Einschluß, Einfriedigung, Umhägung, Zaun, πᾶν, ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον ἕρκος εἰκὸς ὀνομάζειν Plat. Soph. 220 c; so bei Hom. Zaun um einen Garten, Od. 7, 112, ἀλωάων Il. 5, 89; ἀλωῆς H. h. M, rc. 188; Mosch. 4, 3; um den Hof der Wohnung, Od. 21, 238; übh. der Hof, Gehöft, λίπε δ' ἕρκεά τε μέγαρόν τε Od. 16, 341; πλῆντο δ' ἄρ' αἴθουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶι 8, 57; ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις Pind. N. 10, 36; oft bei Hom. ἕρκος ὀδόντων, bes. in der Vrbdg ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, welch ein Wort entfloh dir über die Umzäunung der Zähne, entfuhr dir; ἐπεὶ ἄρ κεν (ψυχὴ) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Il. 9, 409; καὶ πρῶτον (φάρμακον) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Od. 10, 328; nicht an die Lippen zu denken, sondern an die Zähne selbst, die sehr natürlich als eine Pfahlreihe, eine Art Umhägung der Zunge angesehen werden können; so sagt Solon. frg. 1 παῖς ἕρκος ὀδόντων φύσας; Nic. Th. 548 τὸ μὲν ἕρκεϊ θρύψεν ὀδόντων θηλάζων; Opp. Hal. 1, 506 γένυές τε καὶ ἔνδοθε κάρχαρον ἕρκος. – Bei Soph. Tr. 604 ist ἕρκος ἱερόν das Gehege um den Altar; ἑρκέων ἐγκεκλῃμένους, in des Lagers Wall eingeschlossen, Ai. 1253; σφραγῖδος ἕρκει, der Verschluß des Siegels, Tr. 612. – Der Schutz, die Schutzwehr, Schutzmauer, vom Schilde, ἕρκος ἀκόντων Il. 15, 496, vgl. 5, 315; φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ 15, 566; Hes. Th. 726; übertr., von Männern, z. B. Achilles, ὃς μέγα πᾶσιν ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο Il. 1, 383, ein Schutz in dem Kriege, vgl. 6, 5; ἀγωνίας δ', ἕρκος οἷον, σθένος Pind. P. 5, 113; ἀ νδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές Aesch. Pers. 341, vgl. 17 Ag. 248; π οῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεθα Eur. Heracl. 441; συνεφόρησαν τὰ ὅπλα ἕρκος εἶναί σφι Her. 9, 99. – 2) das Netz, die Schlinge, das Garn zum Fangen der Vögel, Od. 22, 469; Ar. Av. 528 πᾶς τις ἐφ' ὑμῖν ὀρνιθευτὴς ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα; zum Fangen des Wildes, Pind. N. 3, 49 κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ δολίων ἑρκέων, u. der Fische, ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ἃς ὑπὲρ ἕρκος, ἅλμας P. 2, 80; übertr., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch. Ag. 1593; τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται Eur. Med. 986; El. 155; von listigen Anschlägen, χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφθέντα γυναικῶν Soph. El. 836, mit Hindeutung auf das goldene Halsband, um welches Eriphyle ihren Gatten verrieth.