ἐπιλείπω
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
A leave behind, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο Od.8.475, cf. X.An. 1.8.18 codd.:—Med., leave behind, of gleanings, v.l. in LXX Ob.1.5:— Pass., c.gen., fall short of, παντὸς ἀριθμοῦ Pl.Epin.978b: c. dat., τῇ δυνάμει, τῇ οὐσίᾳ, Arist.Ath.20.2, 27.4. 2. leave untouched, ὡς οὔτ' ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων Pl.Prt.310e: c.part., μυρία ἐ. λέγων Id.Phlb.26b, cf. 52d. II. of things, fail one, c.acc. pers., ἥβην... ἥ μ' ἐπιλείπει Thgn.1131; ὕδωρ [μιν] ἐπέλιπε Hdt.7.21, cf. 2.174; so τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτούς (sc. τοὺς ποταμούς) Id.2.25; γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ' ἐπιλείψουσι Ar.Av.1106; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν ἐλπίδες Th.5.103: c.inf., [ὁ νόμος] ἐμοὶ μόνῳ ἐπέλιπε μὴ ὠφελῆσαι Antipho 5.17; ἐπιλίποι ἂν ἡμᾶς ὁ χρόνος time would fail me, Isoc.1.11, cf. Lys.12.1, Ep.Hebr.11.32; τὸ ὕδωρ ἡμᾶς ἐ. Isoc.15.320; ἐπιλείψει με λέγονθ' ἡ ἡμέρα D.18.296: later, c.dat., Plu.Cic.42, Ael.NA8.17. 2. Hdt., freq. of rivers, ἐ. τὸ ῥέεθρον leave their stream unfilled, run dry, Hdt.7.43, 58, al.; without ῥέεθρον, fail, run dry, ib. 127; τὰς κρήνας καὶ τὰ φρέατ' ἐπιλείπειν πέφυκεν D.14.30. 3. generally, fail, be wanting, ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Hdt.3.108; σῖτος ἐπιλιπών a deficiency of it, Th.3.20 codd.; τὰ ἐπιτήδεια ἐ. X.An.4.7.1; ὥστε τὸν λόγον μηδέποτε ἐ. Pl.Prt.334e; opp. περιγίγνεσθαι, Ar.Pl. 554: c.gen., fall short, σπουδῆς οὐθὲν ἐ. Michel 332.9 (Odessus).
German (Pape)
[Seite 957] ausgehen, mangeln, bes. im aor., fehlen, bes. von Vorräthen wie Lebensmitteln; περιγίγνεσθαι δ' αὐτῷ μηδέν, μἡ μέντοι μηδ' ἐπιλείπειν Ar. Plut. 554; ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Her. 3, 108; τῷ σίτῳ ἐπιλιπόντι, durch Getreidemangel, πιέζεσθαι, Thuc. 3, 20; τῆς τροφῆς ἐπιλελοιπυίας Plat. Polit. 274 c; ὥςτε τὸν λόγον μηδέποτε ἐκλιπεῖν Prot. 334 e; τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπε Xen. An. 4, 7, 1 u. öfter; ἐπιλείπει τὰ φρέατα, die Brunnen versiegen, Dem. 14, 30; vgl. Her. 7, 48; auch mit dem acc. der Person, ὕδωρ μιν ἐπέλιπε, es gebrach ihm an Wasser, 7, 21; τὸ δὲ στράτευμα ὁ σῖτος ἐπέλιπε, der Mundvorrath war dem Heere ausgegangen, Xen. An 1, 5, 6; vgl. γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ' ἐπιλείψουσι Ar. Av. 1106; kom. τοὺς πρεσβύτας ἐπιλείψει τὸ πέος Eccl. 620; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ ἐλπίδες Thuc. 5, 103; κινδυνεύει ἡ τοῦ Εὐθύφρονός με μοῦσα ἐπιλελοιπέναι Plat. Prot. 409 d; ἐπιλείπει με ὁ χρόνος, ἡ ἡμέρα, es gebricht mir an Zeit, der Tag geht mir darüber aus, Lys. 12, 1 Isocr. 1, 11 Dem. 18, 296, u. oft bei Rednern; Sp. auch mit dem dat., wie Plut. ταῖς ἐῤῥωμενεστάταις φύσεσιν ἐπιλείπει τὸ θαῤῥεῖν Cic. 42; Ael. H. A. 8, 17. – Trans., verlassen, ὁ Σκάμανδρος ἐπέλιπε τὸ ῥέεθρον, verließ sein Bette, d. i. trocknete aus, Her. 7, 43; οὐδὲν τῶν ἐμῶν, ich lasse es von meiner Seite an Nichts fehlen, Plat. Prot. 310 e; μ υρία ἐπιλείπω λέγων Phil. 26 b; μηδὲν ἐλέγχων ἡδονῆς τε καὶ ἐπιστήμης 52 d, ich unterlasse zu prüfen; pass., ἡ φορὰ ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ Plat. Epin. 978 a; – τὸ ἐπιλειπόμενον τῆς φάλαγγος, der zurückbleibende Theil, Xen. An. 1, 8, 18.