ξουθός
English (LSJ)
ή, όν,
A rapidly moving to and fro, nimble, φεύγετε τῆς ξουθῆς δειλότεροι κεμάδος Herodic. ap. Ath.5.222a ; κόμαι . . ξουθοῖσιν ἀνέμοις ἐνετρύφων φορούμεναι in the rustling breezes, Chaerem.1.7 ; ξ. ἀλκυόνες AP9.333 (Mnasalc.) ; ξ. πτέρυγες rustling, whirring wings of the Dioscuri, h.Hom.33.13 ; whirring or steadily-beating wings of the eagle, B.5.17 ; ξουθᾶν ἐκ πτερύγων ἁδὺ κρέκουσα μέλος, of the cricket, AP7.192 (Mnasalc.). 2 chirruping or trilling larynx of the nightingale, ἐλθὲ διὰ ξουθᾶν γενύων ἐλελιζομένα θρήνοις ἐμοῖς ξυνεργός E.Hel.IIII (lyr.) ; ἐλελιζομένη διεροῖς μέλεσιν γένυος ξουθῆς Ar.Av.214 (anap.) ; δι' ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων Πανὶ νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω ib.744 (lyr.) ; of the nightingale itself, trilling, οἷά τις ξουθὰ . . Ἴτυν Ἴτυν στένουσ' . . ἀηδών A.Ag.1142 (lyr.) ; ὦ φίλη, ὦ ξουθή, ὦ φίλτατον ὀρνέων πάντων Ar.Av.676 (lyr.), cf. Theoc.Ep.4.11 ; of song-birds in general, ξ. λιγύφωνα ὄρνεα Lyr.Alex.Adesp.7.1 ; ξ. χελιδών twittering swallow, Babr.118.1. 3 of the bee, either nimble, or humming (cf. ξουθόπτερος), S.Fr.398.5, E.IT165 (anap.), 635, Pl.Epigr.32.6, Antiph.52.7, Theoc.7.142, AP9.226.1 (Zon.), v.l. in APl.4.305.3 (Antip.). 4 of the sound produced by a trilling larynx or vibrating wing, ξουθὸν μέλος (of a song-bird) chirruping note, Opp.H.4.123 ; οὔρεσι καὶ σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, of the τέττιξ, AP9.373.4. 5 ξ. ἱππαλεκτρυών perh. nimble horse-cock, A.Fr.134, parodied in Ar.Pax 1177, Av.800, Ra.932. II golden yellow, ξουθῶν τε σπονδὰς μελιτῶν Emp.128.7 (ap.Porph.Abst.2.21 ; ξανθῶν ap.Ath.12.510d) ; ξουθὸς μὲν πρόπαν εἶδος, of a species of wolf, Opp.C.3.297 (ξανθὸς one cod.) ; but ξουθὸν ἀπ' ἀνέρος αἷμα πάσασθαι red blood, Opp.H.2.452 (v.l. ξανθὸν ὑπ').
German (Pape)
[Seite 280] auch 2 Endgn, wie ξανθός, gelblich, bräunlich (nach Ath. eine Mittelfarbe zwischen ξανθός u. πυῤῥός); ἀηδών, Aesch. Ag. 1113; ξουθῆς μελίσσης, Soph. frg. 464, wie Eur. I. T. 634; διὰ ξουθᾶν γενύων, Hel. 1111, wie Ar. Av. 214 von der Nachtigall; u. so ἀηδονίδες, Theocr. ep. 4, 11; ἱππαλεκτρυών Ar. Pax 1143 Ran. 930; sp. D. – Bei den Bienen erklärten es Einige für schnell, wie Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c sagt: ξουθοῖσιν ἀνέμοις φορούμενοι; doch scheint hier die Bdtg »sein«, »zart« vorzuziehen, wie Phot. erkl., λεπτόν, ἁπαλόν, wenn man nicht eine bei späteren Dichtern wohl vorkommende Umstellung der Begriffe annehmen u. ξουθοῖσιν zum Vorigen ziehen will, wie Ep. ad. 416 (IX, 373), σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, von der Cicade gesagt, deren Flügel sonst ξουθά heißen.