ξουθόπτερος

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξουθόπτερος Medium diacritics: ξουθόπτερος Low diacritics: ξουθόπτερος Capitals: ΞΟΥΘΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: xouthópteros Transliteration B: xouthopteros Transliteration C: ksouthopteros Beta Code: couqo/pteros

English (LSJ)

ξουθόπτερον, with nimble (or perhaps humming) wings, μέλισσα (ι) E.HF487, Fr.467.4, Lyr.Alex.Adesp.7.13.

German (Pape)

[Seite 280] mit braungelben Flügeln, die Biene, Eur. Herc. Fur. 487.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes d'un jaune d'or.
Étymologie: ξουθός, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

ξουθόπτερος: с золотисто-бурыми крыльями (μέλισσα Eur., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ξουθόπτερος: -ον, ἔχων ξουθὰ πτερά, μέλισσα Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 487, Ἀποσπ. 470.

Greek Monolingual

ξουθόπτερος, -ον (Α)
αυτός που έχει πυρρόξανθα, κιτρινωπά φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξουθός + -πτερος (< πτερόν)].

Greek Monotonic

ξουθόπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει «ξουθά», δηλαδή ξανθίμαυρου, κιτρινόμαυρου χρώματος φτερά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ξουθό-πτερος, ον, πτερόν
with tawny wings, Eur.

English (Woodhouse)

with tawny wings, yellow-winged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)