ληθαργώδης
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ες,
A = ληθαργικός, Dsc.Ther.15, Gal.7.466. Adv. -δῶς Dsc.4.64.
German (Pape)
[Seite 38] ες, = ληθαργικός, Diosc.