ἄητος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
(A) ὁ,
A = ἀετός, the constellation Aquila, Arat.315.
ἄητος (B), ον, only in phrase
A θάρσος ἄητον Il.21.395 (=θάρσος ἄᾱτον Q.S.1.217); also ἄητοι; ἀκόρεστοι, ἄπληστοι, and ἀήτους· μεγάλας (A.Fr.3), Hsch. ἄητος (C) ·ὁ ἀκατάπαυστος, Hdn Gr.1.220; perh. insatiate (ἄω); cf. αἴητος.
German (Pape)
[Seite 45] Hom. einmal, Iliad. 21, 395 θάρσος ἄητον, vielleicht verw. mit ἄημι, oder mit ἅζομαι, ἄγαμαι, erstaunlich, oder stürmisch; vgl. αἴητον; nach Hesych. auch von Aesch. Atham. frg. 2 für μέγας gebraucht.