χροιά
English (LSJ)
Ep. and Ion. χροιή, Il.14.164, Thgn.1017 (in Call.Lav. Pall.28 χροϊά (χροίην codd.)), Att. χροιά and χρόα, the latter always in Pl. (v. infr.), also in Phld.D.3.9,
A sign.5, al. (v. χρώς):—skin, esp. of the human body, hence the body itself, παραδραθέειν φιλότητι ᾑ χροιῇ Il. l.c.; κατὰ χροιὴν ῥέει ἱδρώς Thgn. l.c.; ὄζειν . . τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ar.Pl.1020; τὰ ἐξανθεῦντα ἐς τὴν χροιὴν (skin, surface) ἢ χροιῇ (colour, signf. 11) ἢ οἰδήμασι Hp.de Arte9: cf. χρώς. 2 metaph., 'skin', i.e. surface, Pythagorean term, Arist.Sens.439a31, Placit.1.15.2, Theol.Ar.18(pl.); χ. ἐπίπεδος ib.10; so perh. in Epicur.Fr.81, Phld.Sign.5, al. 3 appearance to the eye, of heavenly bodies, Id.D.3.9. II superficial appearance of a thing, its colour, Thgn.451, A.Pr.493, E.Cyc.517(lyr.); παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν Sapph.20, cf. Numen. ap. Ath.7.282a; τοιοῦτον (sc. ἐρυθρόν) εἶναι τῇ χροιᾷ τὸ μέλι Porph.Antr.16; ἔστιν . . χρόα ἀπορροὴ σχημάτων ὄψει σύμμετρος καὶ αἰσθητός Pl.Men.76d; νόμῳ χροιή . . ἐτεῇ δ' ἄτομα καὶ κενόν Democr.125, cf. Anaxag.4, Arist. Sens.440a8; ἐκ τριῶν τὰς χρόας ἅπασας μεμεγμένας, τοῦ φωτός, καὶ δι' ὧν φαίνεται τὸ φῶς, καὶ τῶν ὑποκειμένων χρωμάτων Id.Col. 793b33. 2 esp. colour of the skin, complexion, χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης Sol.27.6; χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος A.Pr.23; χροιὰν ἀλλάξασα E.Med.1168; λευκὴν χ. ἐκ παρασκευῆς ἔχεις Id.Ba.457, cf. Ar.Nu. 1012(anap.); χρόᾳ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι with colour that gives no hint of what has passed, E.Or.1318; χρόαν . . τὴν σὴν ἥλιος . . αἰγυπτιώσει Pl.Com(?).p.615K. (post Fr.55); χρόας κάλλος Pl.Smp. 196a; ἐρίζοι καὶ γάλακι χροιήν Call.Hec.1.4.3. III in Music, nuance of a scale, Plu.2.1143e.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.301, al.
German (Pape)
[Seite 1377] ἡ, ep. u. ion. χροιή, att. χροία u. χρόα, Lob. Phryn. p. 416, – 1) die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, die Haut; der Körper, Leib selbst; εἴ πως ἱμείραιτο παραδραθέειν φιλότητι ᾑ χροιῇ Il. 14, 164; κατὰ χροιὴν ῥέει ἱδρώς Theogn. 1071; ὄζειν τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ar. Plut. 1020. – 2) die Oberfläche als etwas Gefärbtes, die Farbe selbst, bes. die Farbe der Haut; χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος Aesch. Prom. 23; χροιὰν ἀλλάξασα Eur. Med. 1168; λευκὴν χροιὰν ἔχεις Bacch. 457; ὠχρά Ar. Nub. 1003, u. öfter; Plat. Conv. 196 a u. öfter, immer in der Form χρόα. – Bei den Pythagoreern die Fläche od. die Gränze jedes Körpers. – In der Musik ein gewisses Tongeschlecht, wie χρῶμα, Plut. de mus. 34.