curious
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Inquisitive: V. λιχνός (Eur.. Hipp. 913).
Eager for knowledge: P. φιλομαθής.
Eager to hear: P. φιλήκοος.
Meddlesome: Ar. and P. πολυπράγμων, P. περίεργος, φιλοπράγμων.
Strange: P. and V. θαυμαστός, δεινός, νέος, καινός, ἄτοπος (Eur., Frag.), Ar. and P. θαυμάσιος, ὑπερφυής.