μεσεγγύημα
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ατος, τό,
A money or pledge deposited with a third party, X.ap.Poll.8.28, Aeschin.3.125, Hyp.Fr.254, App.BC2.19, BGU592ii9 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 137] τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. μεσεγγύωμα aufgenommen.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγύημα: τό, χρήματα ἢ ἐνέχυρον κατατεθειμένα ἐν χερσὶ τρίτου, Αἰσχίν. 71. 18, Ὑπερείδ. καὶ Ξεν. παρὰ Πολυδ. Η΄, 28.