δαρδάπτω

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαρδάπτω Medium diacritics: δαρδάπτω Low diacritics: δαρδάπτω Capitals: ΔΑΡΔΑΠΤΩ
Transliteration A: dardáptō Transliteration B: dardaptō Transliteration C: dardapto Beta Code: darda/ptw

English (LSJ)

aor. subj.

   A δαρδάψῃ Opp.H.4.628; inf. δαρδάψαι, Hsch.: pf. δεδάρδαφα, Id.:—devour, of wild beasts, Il.11.479, Hp.Ep.17, etc.; κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, they devour one's patrimony, Od.14.92, 16.315, cf. Ar.Nu.711; δ. με πόθος Εὐριπίδου Id.Ra.66: in late Prose, Luc.Nec.14. (Perh. dissim. from *δαρ-δṛπτω, cf. δρέπω.)

German (Pape)

[Seite 523] zerreißen; reduplicirte Nebenform von δάπτω, vgl. ἀταρτηρός ἀτηρός. Bei Homer dreimal, in der Form δαρδάπτουσιν: Iliad. 11, 479 ὠμοφάγοι μιν (ἔλαφον) θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν; ματα (κτήματα) δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ. – Folgende: τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν Ar. Nub. 711; übertr., τοι ουτοσὶ πόθος Εὐριπ ίδου με δαρδ. Ran. 66; auch sp. D., wie Strat. 62 (XII, 220). – Hesych. hat das perf. δεδάρδαφε.

Greek (Liddell-Scott)

δαρδάπτω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ δάπτω, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66.